- Βενδίδειον
- ΒενδίδειονBendisneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βενδιδείου — Βενδίδειον Bendis neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βενδίς — Σεληνιακή θεότητα των Θρακών, που ταυτίζεται με την Εκάτη ή την Αρτέμιδα ή την Περσεφόνη. Στον Πειραιά εορτάζονταν τα Βενδίδεια, από την εποχή του Περικλή και έπειτα, με δημόσιες θυσίες και τελετές. Βενδίδειον λεγόταν και το ιερό της θεάς στη… … Dictionary of Greek
БЕНДИДА — • Bendis, Βενδι̃ς, Βένδις, фракийская богиня луны; в Аттике ее отождествляли с Артемидой и поклонялись ей. В Пирее находился ее храм, Βενδίδειον. Хеn. Hell. 2, 4, 11 … Реальный словарь классических древностей
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Βενδιδείοις — Βενδίδεια neut dat pl Βενδίδειον Bendis neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βενδιδείων — Βενδίδεια neut gen pl Βενδίδειον Bendis neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βενδίδεια — neut nom/voc/acc pl Βενδίδειον Bendis neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)